- καταύλησις
- καταύλησις, ἡ (Α) [καταυλώ]1. το παίξιμο τού αυλού2. το να θέλγει ή να θέλγεται κανείς με τον αυλό.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καταύλησις — flute playing fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταυλήσει — καταύλησις flute playing fem nom/voc/acc dual (attic epic) καταυλήσεϊ , καταύλησις flute playing fem dat sg (epic) καταύλησις flute playing fem dat sg (attic ionic) καταυλέω charm by flute playing aor subj act 3rd sg (epic) καταυλέω charm by… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταυλήσεως — καταυλήσεω̆ς , καταύλησις flute playing fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)